1.12.18

Παυλίνα Μάρβιν / ΦΡΜΚ 10 _ Φθιν.-Χειμ. 2018

 

Ο πολύτιμος ξεναγός


“Μα η αγάπη του ογδοντάχρονου/ ψυχογιού του που μας ξεναγεί/ λάμπει σαν τα χλωρά/ πολύχρωμα βάγια». Η «Πολωνία», το τρίτο ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Ιωαννίδη, είναι μια χώρα της καρδιάς. Πριν απ’ αυτό και παράλληλα, έχει τη δική της, μακραίωνη και σύνθετη ιστορία. Όσες φορές κι αν έχουμε ταξιδέψει στην Πολωνία, σ’ αυτήν την Πολωνία είμαστε, το δίχως άλλο, πρωτοταξίδευτοι.

«Πάλι θα δοκιμάζονταν/ οι κλέφτες/ πάλι αόρατοι/ βασιλείς θα κυβερνούσαν/ πάλι». Ο ποιητής ως ξεναγός μας προσφέρει μια περιήγηση ανεκτίμητης αξίας, με τη βοήθεια εργαλείων που ο κάθε καλός ξεναγός αυτού του κόσμου θα επιθυμούσε, συνήθως μάταια: χρονοκάψουλες, κρυφή γνώση, μονοπάτια λιγότερο περπατημένα, «που ο χάρτης αγνοεί», κι όμως τόσο ιστορικά, σπάνιες γνωριμίες, και το πέρας της ξενάγησης σε σημείο του μέλλοντος απ’ όπου πανοραμικά θωρούμε πλέον όλα όσα συναντήσαμε στην πολωνική γη, πριν επιστρέψουμε στο εγχώριο παρόν μας, έχοντας ζήσει μια, τουλάχιστον, ακόμη ζωή.

«Από παιδάκι τρέχω/ Πρέπει παντού να φτάνω/ γρήγορα για να φεύγω». Κάποια γεγονότα δεν συμβαίνουν μόνο στην Πολωνία αλλά και στο δικό μας το σπίτι, πράγμα που μας φέρνει ακόμη πιο πολύ κοντά της. Οι άνθρωποί της περνούν από δίπλα μας, δεν υπόσχονται οικειότητα, δεν μας σφίγγουν το χέρι, ψιθυρίζουν όμως, σχεδόν όλοι, κάτι που όσο περπατάμε στους δρόμους της το ακούμε καθαρότερα –είναι, ίσως, το μυστικό που ψέλλισαν εκείνοι που έφευγαν πια από τη χώρα τους, σ’ εκείνους που έρχονταν για να χτίσουν, ζώντας, μια καινούργια, αλλιώς μαγική Πολωνία, μη λησμονώντας –παντελώς– τις περασμένες.

«Η μνήμη δεν είναι οικόσιτο ζώο/ τινάζεται καταπάνω σου/ ορεσίβιο κτήνος». Η Πολωνία είναι μυριάδες Πολωνίες, αμέτρητες, από την εποχή του βρέφους που θάφτηκε, 6.000 χρόνια νωρίτερα, στη μικρή Γκότλαντ, μέχρι εκείνην του giorgos22 που γράφει στο διαδίκτυο πως «Στο μεγάλο σου μέλλον/ ταπεινές θλίψεις/ καραδοκούν». Ένα συνεχόμενο Πάσχα -ως πέρασμα- πότε με άνοιξη και πότε με χειμώνα, που οδηγεί στη στιγμή της διαπίστωσης, όταν «Δυο χρόνια ακόμα και το πρόσωπό μου/ θα αποκτούσε την πραγματική του ηλικία». Κι ενώ οι βασιλιάδες και τα δουκάτα έρχονται και παρέρχονται, υπάρχουν κάποιοι σταθεροί κάτοικοι της Πολωνίας, που μοιάζουν περισσότερο με περαστικούς ή επισκέπτες στη ζωή της, όπως και στη δική μας: «Το μολυντήρι χώθηκε στο σπίτι/ Καλώς όρισες/ Καλή όρεξη».

«Ένα πουκάμισο/ στο μπαλκόνι του Ιβασκιέβιτς/ στεγνώνει από το χιόνι/ την περιφρόνηση των φίλων». Τα πολωνικά αντικείμενα με την ύπαρξή τους και μόνο εκφράζουν ήσυχα, μη λεκτικά, με λεπτότατους τρόπους, από την θέση τους, τα πιο ανομολόγητα, έως και ανεπίγνωστα αισθήματά μας, τόσο που τις νύχτες μπαίνουμε πλέον στον πειρασμό να παραγγέλνουμε πολωνικά όνειρα.

«Τόσο αλμυρό το μεταλλικό νερό «Βυτάουτας»/ δεν πίνεται/ Δεν ξεχνιέται». Η γενναιοδωρία της Πολωνίας έγκειται στο γεγονός πως δημιουργήθηκε για να μας χωρέσει ολόκληρους και αναδημιουργείται διαρκώς, ανταποκρινόμενη σε νέες ανάγκες –στις ανάγκες που κάθε ιδεατή Πολωνία θα ανταποκρινόταν προκειμένου ν’ αγκαλιάσει «το καινούργιο» που γεννιέται, και να του δώσει έδαφος για να υπάρξει, χωρίς να ξεκρεμάει από τους τοίχους τις φωτογραφίες των μικρών και των μεγάλων που την καθόρισαν σε ιδιωτικούς και δημόσιους χρόνους που πέρασαν, και δεν υπάρχουν πια∙ χωρίς να αποποιείται, τελικά, το πένθος της. Στον ουνίτικο ναό της Αγίας Τριάδας, «Εδώ μπορείτε ν’ ανάψετε/ Το κερί της δικής σας προθέσεως». Η Μπόνα Σφόρτσα, οι «ράπτες της πρωτευούσης», ο Πονιατόβσκι, μας λένε ελάχιστα για τη δική τους ιστορία, κι όμως ακριβώς τόσα όσα χρειάζονται ώστε να τους εμπιστευτούμε απολύτως και να γίνουν, εν σιωπή, οι εξομολόγοι μας, για μια σειρά εξομολογήσεων, λες και δεν πηγαίναμε για να «διαβάσουμε» την Πολωνία, αλλά για να μας «διαβάσει» εκείνη –κατόρθωμα του ξεναγού, που αντί να μας προσφέρει πρόσβαση σε μια χώρα απλώς για να την επισκεφθούμε, όπως αναμενόταν, μας φανερώνει έναν τόπο –«Και ξανά το θάμπος και ξανά η αγάπη»- για να ζήσουμε.

14.1.17

Μαρία Τοπάλη / Η Καθημερινή _ 170114


Πυκνός πληθυσμός από γυναίκες


ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ, Ραψωδίαεκδ. Gutenberg, 2016
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Πολωνία, εκδ. Καστανιώτης, 2016
Αποτελεί κοινό μυστικό στα λογοτεχνικά ακροατήρια εδώ και δεκαετίες: δεν είναι μόνο που ο αναγνωστικός πληθυσμός της ποίησης συρρικνώθηκε. Είναι και που οι απαγγελίες των ποιημάτων, είτε από τους ίδιους τους ποιητές είτε ακόμη χειρότερα (κατά τη γνώμη μου) από ηθοποιούς, είναι μια τρομερά βαρετή υπόθεση. Ωχριούν μπροστά της τα «βαθιά χασμουρητά» με τα οποία χρέωσε ο Σαββόπουλος τους σκηνοθέτες. Οι ποιητές Φοίβη Γιαννίση (1964) και Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967), από τις γοητευτικότερες επί σκηνής παρουσίες, έχουν συνδέσει πλέον το όνομά τους με λιγότερο γνωστά αλλά ολοένα περισσότερο επίμονα εγχειρήματα «ζωντανής» παρουσίασης της ποίησης, δικής τους και άλλων, ελληνικής και μεταφρασμένης: είναι ένα νέο δεδομένο που και ευήκοα ώτα βρίσκει και χτυπά με ενοχλητική επιμονή τις κατεστημένες θύρες που, πλήρως εναρμονισμένες με τον ρόλο τους, κωφεύουν. Και οι δυο «χρησιμοποιούν» στις ζωντανές εμφανίσεις που διοργανώνουν τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες, καθώς και μουσικούς, εικαστικούς κ.ά.
[...]
Οπως και ο Ιωαννίδης στην «Πολωνία», την τρίτη του ποιητική συλλογή, έτσι και η Γιαννίση στη «Ραψωδία» προσεγγίζουν, για όποιον τους παρακολουθεί μέσα στα χρόνια, την ωριμότητα. Τα «Περί ύπνου» ποιήματα της «Ραψωδίας», γραμμένα «πάνω σε 4 ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη με το βουνό Πήλιο» και κάμποσα ποιήματα της «Πολωνίας» (1 Νοεμβρίου, Κύκνος, Lazienki, Jan III, Κανείς μας κ.ά.) συγκαταλέγονται στα ευφυέστερα και πιο καλοφτιαγμένα σύγχρονα ελληνικά ποιήματα.
Από τον Δεκέμβριο του 2011 ο Παναγιώτης Ιωαννίδης επιμελείται, σχολαστικά και με συνέπεια, τις περιοδικές ποιητικές αναγνώσεις «Με τα λόγια γίνεται» [μτλγ], που φιλοξενούνται από την Ελληνοαμερικανική Eνωση της οδού Μασσαλίας. Και η δική του ποίηση είναι αυστηρά ρυθμισμένη κατά το ύφος, τον ρυθμό και το μέτρο. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι οι ποιητές αυτοί πιάνουν, πράγματι, τον στίχο τους σκυφτοί, σαν το ψωμί από χάμω, όπως το θέλησε ο Τέλλος Αγρας, όχι επειδή προσχώρησαν σε κάποια σχολή ή συρμό της φόρμας αλλά επειδή αυτή είναι, για την καλή ποίηση, μια φυσική αναγκαιότητα.
Εκεί που η Γιαννίση αναμετράται με την ελληνική αρχαιότητα, ο Ιωαννίδης προσεταιρίζεται το απολύτως ξένο: μια «Πολωνία», με την ιστορία και τη γλώσσα της, γίνεται ο γόνιμος τόπος της ποίησής του. Κι όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδίως αν ο ποιητής είναι διαβασμένος και πειθαρχημένος επαρκώς, ώστε να μην κουράσει με τη φλυαρία των γνώσεών του, η Πολωνία γίνεται μύθος και ιδιότητα, αξία και φίλτρο: πένθος και ακατάλυτη δύναμη είναι οι ροές που την αρδεύουν ενώ ο εξωτισμός της ελληνικής της πρόσληψης λειτουργεί απελευθερωτικά για τον ευφάνταστο αναγνώστη. «Γυναίκες δυο-δυο σε παγκάκια/ στης αυλής το τραπέζι να αγναντεύουν τη θάλασσα/ λόγια γεμάτες από το στόμα πηγή/ τ’ αυτιά της φιλενάδας να βρέχουν» γράφει η Γιαννίση («Πλατανίδια»), ενώ ο Ιωαννίδης διαμεσολαβεί, εκτός από την Πολωνία, και άλλα δεδομένα «ξένων» πολιτισμών: «Η Τζαίην και η Κασσάνδρα/ έχουν στεφανωθεί η μια την άλλη/ –έγραφε η κυρία Ωστιν–/ Πριν απ’ την ώρα τους φορέσαν/ μεσόκοπα φορέματα» («Schokoladefest»).
Ελληνίδες ή Πολωνέζες, Βρετανίδες αστές ή χωριάτισσες του Πηλίου, οι γυναίκες είναι ο πυκνός, ο κυρίως πληθυσμός και των δυο ποιητικών συλλογών, ακόμη κι όταν απλώς παρίστανται σε ποιήματα, στα οποία πρωταγωνιστούν οι άντρες. Οι άντρες μοιάζει να βρίσκονται καρφιτσωμένοι στην οθόνη, οι γυναίκες ακούγονται να ψιθυρίζουν εκ των ένδον, μέσα από τους στίχους.

17.12.16

Πέτρος Γκολίτσης / "Ανοιχτό Βιβλίο" - Η Εφημερίδα των Συντακτών _ 161217

... Τέλος, ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στην Πολωνία (Καστανιώτης) μας παραδίδει μια ποίηση περιπλάνησης και ιστορικής αίσθησης που εφάπτεται μιας ερεθιστικής μυθο-ποιητικής.

[στην ανασκόπηση της ελληνικής ποίησης του 2016.]

19.9.15

Χρήστος Σιορίκης / facebook _ 150919


[για ένα ποίημα από την Πολωνία]

JAN III

Ακατάληπτη η αγάπη
του Γιαν Σομπιέσκι
για την ομορφιά του εχθρού του

Κάθε μέρα επί είκοσι χρόνια
έγραφε στη γυναίκα του
μισά στα γαλλικά μισά πολωνικά
Και για τα τούρκικα λάφυρα μετά την νίκη
des fort jolies choses et fort riches
mais fort riches

Από του Χουσεΐν Πασά τους θησαυρούς
λάτρεψε ένα κέντημα μεταξωτό
με δυο χιλιάδες ρουμπίνια και σμαράγδια
Τόσο το λάτρεψε
που το 'ντυσε του αλόγου του
την ημέρα της στέψης του

Και υπόχρεος στον Μέγα Δούκα της Τοσκάνης
το αποχωρίστηκε
Αυτός το καταχώρησε στα κατάστιχά του
και το καταχώνιασε -
Una cosa del barbaro lusso


*

Αυτό το ποίημα του Παναγιώτη Ιωαννίδη, όταν το πρωτοδιάβασα, είπα ότι το κρατάω για πάντα. Κι ας μην είχα ιδέα ποιός είναι ο Γιαν Σομπιέσκι, κι ας μην ξέρω πολωνική ιστορία. Μα πώς μπορείς να αντισταθείς στα λόγια "Ακατάληπτη η αγάπη / του Γιαν Σομπιέσκι / για την ομορφιά του εχθρού του"; Τι με 'νοιαζε ποιός είναι αυτός ο τύπος; Εδώ συμβαίνει το φοβερό: αγαπά την ομορφιά του εχθρού του! - οι προεκτάσεις, δε, αυτής της κουβέντας είναι τεράστιες.

Το ποίημα ξεδιπλώνεται με φυσικά ελληνικά, με λέξεις που δεν περισσεύουν, και που με την ακρίβειά τους –αυτή την τόσο πολυπόθητη ακρίβεια– μας δίνουν την ένταση της κάθε στιγμής και κατάστασης: όπως "... Τόσο το λάτρεψε / που...", ή στο τέλος, όπου οι λέξεις "καταχώρησε”, “κατάστιχα”, “καταχώνιασε", φέρνοντας η καθεμιά τους μια διαφορετική πλευρά της ψυχρότητας, συμβάλλουν στην κλιμάκωση της αίσθησης περιφρόνησης.

Επιστρέφω στο πρώτο σχόλιο περί άγνοιας των αναφορών. Και λέω, να γιατί είναι καλό αυτό το ποίημα, γιατί ενώ δεν ξέρω τίποτα από τα πραγματολογικά στοιχεία, παίρνω όλη την ένταση και όλο το ανθρώπινο. Αρκούν οι λέξεις και η τέχνη με την οποία τις φέρνει κοντά ο ποιητής για να λάβω κάτι πλήρες. Δεν μου λείπει τίποτα. Εδώ μπορεί να ανοίξει και η συζήτηση για το πώς εντάσσονται αυτές οι λεγόμενες αναφορές ιστορικών και άλλων πληροφοριών μέσα στο ποίημα: για τους δημιουργούς αρκεί να πει κανείς πως με τέχνη, και δουλειά με τη γλώσσα, εντάσσονται, ενώ για τους αναγνώστες, ότι καλούνται να μην τις φοβούνται και ότι,ίσα ίσα, εφόσον λάβουν κάτι από το ποίημα, μπορούν να αναζητήσουν, είτε στις σημειώσεις είτε και από μόνοι τους, τα περαιτέρω.

Έτσι λοιπόν πηγαίνω κι εγώ στις σημειώσεις και βλέπω ποιός ηταν ο Γιαν, καθώς και τις ακριβείς μεταφράσεις των γαλλικών και ιταλικών που υπάρχουν εντός. Και γιατί όχι να μην ξεκινάω να μαθαίνω ιστορία έτσι: όταν έχω νιώσει ότι εκεί, σ' αυτό που λέμε ιστορικό γεγονός, που συχνά μεταδίδεται σαν στεγνή πληροφορία, υπάρχει ένας άνθρωπος που νιώθει, που ζει – και μάλιστα ζει αυτό που περιγράφεται...

Χαίρομαι πολύ που βλέπω το ποίημα δημοσιεύμενο στο τρέχον "Εντευκτήριο", μέρος της ενότητας "Τέσσερα πολωνικά ποιήματα".

Ακολουθούν οι σημειώσεις που το συνοδεύουν:

Ο Σομπιέσκι (1629 - 1696) είναι κυρίως γνωστός σ' εμάς επειδή, ως βασιλιάς της Πολωνίας, επικεφαλής πολωνικών, αυστριακών και γερμανικών στρατευμάτων, αναχαίτισε την προέλαση των Οθωμανών έξω από τη Βιέννη το 1683. Όμως, είχε και πρωτύτερα νικήσει τα οθωμανικά στρατεύματα υπό τον Χουσεΐν Πασά, στη μάχη του Χότσιμ, το 1673. Αυτή του η επιτυχία οδήγησε στο να εκλεγεί βασιλιάς το επόμενο έτος.

des fort jolies choses et fort riches/ mais fort riches (γαλλ.): πολύ όμορφα πράγματα και πολύ πλούσια / μα πολύ πλούσια

Una cosa del barbaro lusso
(ιταλ.): Αντικείμενο βαρβαρικής πολυτέλειας

1.11.14

Μαρία Τοπάλη / Φάρμακο 4 _ Φθιν.-Χειμ. 2014


Παναγιώτης Ιωαννίδης, Ακάλυπτος (Καστανιώτης, 2013)

γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα1


Στην ποίηση (αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί) δεν πρέπει τίποτα να «περιγράφεται», ούτε να «δείχνεται» ούτε να «εκφράζεται»· το καθετί πρέπει μόνο να γράφεται: να γίνεται, να συμβαίνει – με λέξεις. Το ποίημα έχει μορφή, ρυθμό, έκταση, κεφάλι και ουρά που υπηρετούν αυτόν τον απλό αλλά σημαντικό σκοπό. Αλλιώτικα θα συνεχιζόταν αέναα, θα ανοιγόκλεινε τυχαία ή στο περίπου.

Η πλήρης ανταπόκριση του Ακάλυπτου του Παναγιώτη Ιωαννίδη στις πιο πάνω «αρχές» (ας μου συγχωρεθεί η συμβατική χρήση ενός όρου οιονεί κανονιστικού) διαγράφει και την απόσταση που έχει διανυθεί από την πρώτη ποιητική συλλογή του, Το σωσίβιο (Καστανιώτης, 2008), που εξερευνούσε με συνέπεια τις δυνατότητες μα δεν τις πετύχαινε ακόμα στο 100%. Ο Ακάλυπτος είναι κατασταλαγμένη ποίηση, από τον τίτλο μέχρι τον τελευταίο στίχο. Είκοσι πέντε ποιήματα, λίγο-πολύ ολιγόστιχα και με ρυθμό κατά βάση κοφτό, επιβεβαιώνουν το στιλ που ήδη από το Σωσίβιο ήταν ευδιάκριτο. Εδώ όμως το λιτό και το ακριβές της έκφρασης δεν είναι μόνο και δεν είναι κυρίως μια ιδιοσυγκρασιακή υφολογική επιλογή. Ο ποιητής έχει αφήσει κάπως πίσω του την ιδιοσυγκρασία (το πιο σωστό είναι να πούμε ότι την ενδύεται πλέον με φυσικότητα – κι ας αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη να υποθέσει πόσος κόπος και πόση αυτοπειθαρχία απαιτεί αυτό), για να πλάσει με ακρίβεια τις στιγμές, τις μορφές, τις ιστορίες που έχει να προτείνει.

Θα σταθώ στο «Η θλίψη πίσω από τα μάτια», ένα από τα πιο αξιόλογα ποιήματα που μου έτυχε να διαβάσω από ζώντες ελληνόγλωσσους ποιητές τα τελευταία χρόνια (το άλλο που μπορώ πρόχειρα να ανακαλέσω στη μνήμη μου είναι ο «Λιμός» από την ομότιτλη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου). Υπάρχει εδώ το επιτυχημένο χαρμάνι σκέψης και συναισθήματος, αυτοβιογραφίας/εξομολόγησης και σχολίου που, μέσω του ποιήματος, τρέπεται προσεκτικά σε συνθήκη γενικότητας. Υπάρχει χθες, υπάρχει το ποίημα ως «τώρα» και υπάρχει το τέλος του ποιήματος που σε φρενάρει όπως στο χείλος ενός γκρεμού – να αποκαλέσουμε άραγε «μέλλον» την άβυσσο; Οι στίχοι ξετυλίγονται ο ένας μέσα από τον άλλον – ο εναρκτήριος στίχος («Η θλίψη είναι ο δύσκολος λόγος») είναι, κατά συνέπεια, στίχος-κουκούλι που εγκυμονεί όσους έπονται. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τους πρώτους στίχους των στροφών που ακολουθούν, λειτουργώντας σαν ελικοειδές φερμουάρ, ανοίγοντας σιγά (αλλά αμείλικτα) το κουκούλι εκείνης της αρχικής θλίψης. Τι κρύβει λοιπόν μέσα της; «Σε περασμένη εποχή» μας λέει ο πρώτος στίχος της δεύτερης στροφής, «Ήταν κατασκευή άγνωστης αντοχής τρόπος» (πρώτος στίχος της τρίτης στροφής)· «Από τα μάτια πιάνεσαι κι ανεβαίνεις», αφηγείται προσεγγίζοντας κάποιο παρόν ο πρώτος στίχος της τέταρτης στροφής, όμως «Αλλεπάλληλα πλήγματα σε σταμάτησαν» και φτάνεις έτσι στο «Εξερευνώντας ό,τι μένει αδιάβατο» (πρώτος στίχος τελευταίας στροφής).

Ποιήματα μιας ελαφρύτερης διάθεσης τα «Κατά Εγγονόπουλον», «Κουνούπι», «Ο ποιητής στον διάδρομο», «Κινέζικη ταινία», «Η μύγα ψυχορραγεί», «Πνιγμένα», «Άγνωστο έντομο» συνιστούν αληθινές αναγνωστικές απολαύσεις. Τι τα θέλετε, είναι μεγάλη υπόθεση η κομψή αυτοσυγκράτηση, τουλάχιστον για μια μερίδα αναγνωστών που δεν επιθυμεί υποχρεωτικά να λάβει από την ποίηση άλλον μυστικισμό και άλλο θαύμα από την ποίηση την ίδια. Εύλογα τα ποιήματα που έπονται κλείνουν το μάτι στο παιδί, στην παιδική ηλικία, στη γάτα, που μοιράζονται με ευκολία και φυσικότητα το θαύμα που η ποίηση με τόσο κόπο επιτελεί. Συνεχίζουμε λοιπόν – κρύβοντας προσεχτικά το λαχάνιασμά μας. Έτσι μας θέλει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, αφού για το τέλος του βιβλίου σοφά επέλεξε μιαν «Άνοιξη»: Ξανά δυνατή μουσική / απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα / ξανά τα τραγούδια / του περσινού καλοκαιριού / ανυπόμονα.



1. Ο πέμπτος στίχος του πρώτου ποιήματος της συλλογής, "Εκδρομή".

8.7.14

Σωκράτης Καμπουρόπουλος / facebook _ 140708


Βιβλία για το καλοκαίρι: ο Ακάλυπτος του Παναγιώτη Ιωαννίδη

Βγήκε τον Δεκέμβριο του 2013, τα βιβλία ποίησης, όμως, διαγράφουν πιο αργά τον κύκλο τους (η παρουσίαση έγινε στις αρχές Απριλίου, τρισήμισυ μήνες αργότερα).

Σύντομα βιογραφικά: ο Παναγιώτης [http://xylokopoi.blogspot.gr/] γράφει και μεταφράζει ποίηση εδώ και είκοσι χρόνια, είναι κριτικός ποίησης/poetry editor στη "Books' Journal", όπου δημοσιεύει ποιήματα νέων, κυρίως, ποιητών, συνεργάζεται με το "ΦΡΜΚ", είναι εμπνευστής και διοργανωτής των ποιητικών συναντήσεων "Με τα λόγια (γίνεται)", συντονίζει το peer-to-peer σεμινάριο δημιουργικής γραφής ποίησης στο Βρετανικό Συμβούλιο. Μόλις δύο ολιγοσέλιδα δημοσιευμένα δικά του βιβλία (μαζί με το Σωσίβιο του 2008) - ασύμμετρα μικρά σε σχέση με τον όγκο της ποίησης που έχει διαβάσει, μεταφράσει ή επιμεληθεί. Η στάση απέναντι στη δουλειά του είναι το αντίθετο του νομισματικού πληθωρισμού.

Η λέξη-κλειδί στη δική του λογοτεχνική διαδρομή είναι "αφαίρεση". Στον αντίποδα των εκτεταμένων μεταμοντέρνων αφηγήσεων, τόσο δημοφιλών σήμερα, η ποίηση του ΠΙ είναι μοντέρνα όπως η γλυπτική του Henry Moore. Ο αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούνται σε κάθε ποίημα μετράει αντίστροφα: η λακωνικότητα είναι αυτή που προσδίδει αξία. Η αφαίρεση στον Παναγιώτη, όπως λ.χ. στον Στάμο ή στον Mark Rothko, δεν είναι συμπτωματική αλλά οργανική. Συμβάλλει στη δημιουργία ενός υβριδικού είδους, ταυτόχρονα "ποιήματος" και αινίγματος/αλγόριθμου, με εννοιολογικές και γλωσσικές συνέπειες ("εκμαιεύοντας" το ετυμολογικό βάθος των λέξων από τη φθαρμένη χρήση τους). Η αρχιτεκτονική των ποιημάτων του κρατάει σταθερά ένα τμήμα της αλήθειας τους κρυμμένο για ανακάλυψη από τον αναγνώστη.

Σελίδες που έχω σημειώσει στο βιβλιο του:

Το ποίημα "Ήσυχα οι φίλοι" είναι σα να 'ρχεται κατευθείαν από τη γενιά του ’30 (από τις παρέες της νυχτερινής Ακρόπολης του Σεφέρη, ή, ιδίως, από τον Αρίοστο τον Προσεκτικό του Ρίτσου)

Πόσο ωραία πέφτει η ησυχία
ανάμεσα στους φίλους
Ενώ κι οι τέσσερις μιλούν
ξάφνου μένει μόνο
το αργό κροτάλισμα από το περαστικό αυτοκίνητο
το ανοιχτό παράθυρο με το σκοτάδι

Στην "Επόμενη μέρα" ο ΠΙ αντικρύζει αναπόφευκτα (είναι και καλός φωτογράφος) αλλά με τεθλασμένη ματιά, το ελληνικό τοπίο (Μήλος; Κίμωλος; Κουφονήσι;...)

Μαυροντυμένη βγαίνει στο μπαλκόνι
πάνω από τα σκουπίδια
της χτεσινής γιορτής
Ο άνεμος φυσομανάει στα ξέστρωτα τραπέζια
μα εκείνης δεν της παίρνει τα μαλλιά
-τα κρατάει πίσω τραβηγμένα
σφιχτά το δέσιμο του χρόνου.
Βηματίζει αργά
κάγκελο τοίχος τοίχος κάγκελο
ενώ τουρίστες ελαφροί από κάτω
γλιστρούν στ’ αξιοθέατα
-νερά χρώματα φως
Η ζωή περνάει
φτάνει στο μαύρο κι εξακολουθεί

Στο "Μεγάλο Σάββατο", πάλι, στην εξόδιο τελετή ενός άντρα συμμετέχει ο σκύλος του, σε μια "δημήτρια" αλληγορία της άνοιξης (ή μήπως εγώ καταλαβαίνω κάτι τελείως διαφορετικό απ' αυτό που συμβαίνει;)

Άντρες βαστάζουν τις γωνιές
ημιανάπαυση
Ο σκύλος σκύβει πάνω απ’ τον αφέντη-
η πέτρα σπασμένη πεταμένη
χάσκει σκοτεινή δροσιά
Κι οι τρεις μαζί κοιτάζονται
χαρμόσυνα φιλιούνται
στόμα με στόμα
Άνοιξη κι έφυγε

Ο Ακάλυπτος είναι ίσως ένα κατεξοχήν καλοκαιρινό βιβλίο: σου επιτρέπει να το ανοίξεις μια χαλαρή στιγμή της μέρας, να διαβάσεις ένα ποίημα (ή να το ξαναδιαβάσεις, με νέα ματιά), να το σκεφτείς ξανά - αιχμαλωτίζοντας πάντα, με γενναιόδωρη επάρκεια, την προσοχή σου.

21.6.14

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος / "Ανοιχτό βιβλίο" - Η Εφημερίδα των Συντακτών _ 140621


[για τον Ακάλυπτο]

Με την πρώτη πρώτη ανάγνωση των είκοσι πέντε ποιημάτων που συναπαρτίζουν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Ιωαννίδη, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι έχει μπροστά του το έργο ενός ανθρώπου για τον οποίο η ποίηση είναι μια τέχνη πολύτιμη, δύσκολη και ακριβής. Οπως και στο προηγούμενο ποιητικό του βιβλίο, «Το σωσίβιο» του 2008, και εδώ ο Ιωαννίδης ζυγίζει με προσοχή κάθε λέξη του πριν τη χρησιμοποιήσει, έτσι που τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Τα ποιήματά του καταγράφουν, άλλοτε με αδρές πινελιές και άλλοτε επιμένοντας σε λεπτομέρειες, εικόνες και περιστατικά, στιγμιότυπα και κινήσεις, σε μιαν απέλπιδα αλλά αποφασιστική προσπάθεια να ακινητοποιήσει τη στιγμή, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το μάταιο του εγχειρήματος: Μετά από μιαν εκδρομή στην εξοχή «γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα / Αλλ’ η ομορφιά επιστρέφει / εκεί όπου ήταν». 

Ο ποιητής επικεντρώνει το βλέμμα του, αποτυπώνει και δίνει αξία στις στιγμές και στις εικόνες εκείνες της καθημερινότητας που περνούν συνήθως απαρατήρητες: σε ένα παραθυρόφυλλο που χτυπάει επίμονα σπάζοντας το φως, στην ενόχληση που προκαλεί ένα κουνούπι, στην παρακολούθηση μιας κινέζικης ταινίας στον κινηματογράφο «μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος / να σβήσει η μουσική», σε μια μύγα που επιζεί μες στον χειμώνα, στην ησυχία που πέφτει κάποτε «ανάμεσα στους φίλους», «στο αργό κροτάλισμα από το περαστικό αυτοκίνητο / στο ανοιχτό παράθυρο με το σκοτάδι», σε όλα αυτά που πιάνει το βλέμμα κυρίως, αλλά και οι άλλες αισθήσεις. Με το ενδιαφέρον, την περιέργεια, την αθωότητα, την τόλμη που έχει η ματιά ενός μικρού παιδιού στο πρώτο του ταξίδι όταν «δεν ξέρει ακόμα πως σε λίγα χρόνια / θα έχει μάθει να μην εμπιστεύεται το βλέμμα του». 

Αν αυτή είναι η διάθεση που κυριαρχεί στα ποιήματα του Παναγιώτη Ιωαννίδη, υπάρχει όμως και μια άλλη: αυτή που επιχειρεί να εξερευνήσει ό,τι βρίσκεται εκτός αισθητηριακής αντίληψης, ό,τι βρίσκεται «γύρω από το βλέμμα». Ο λόγος του ποιητή γίνεται τότε περισσότερο ελλειπτικός και αποσπασματικός, πιο εσωτερικός και αποστασιοποιημένος, γιατί «η θλίψη είναι ο δύσκολος λόγος», καθώς διαβάζουμε, κι ο ποιητής «εξερευνώντας ό,τι μένει αδιάβατο» φθάνει «ξανά στις άκριες», εκεί που μόνο η ποίηση μπορεί να διασώσει τόσο τον ίδιο όσο και τη βιωμένη πραγματικότητα.

17.5.14

Κατερίνα Ηλιοπούλου / Η Καθημερινή της Κυριακής _ 140517


Θραύσματα λέξεων εσωτερικής όρασης 
[για τον Ακάλυπτο]

Ο «Ακάλυπτος» είναι το δεύτερο βιβλίο ποίησης του Παναγιώτη Ιωαννίδη, μετά το «Σωσίβιο» (Καστανιώτης, 2008). Ο «Ακάλυπτος» με τη διττή του σημασία, ως επίθετο και ουσιαστικό, δομεί ένα χώρο κρυπτικό, προφυλαγμένο και ταυτόχρονα ευάλωτο, ιδιωτικό και δημόσιο, αλλά και μια στάση και ένα λόγο ποιητικό που εκτίθεται χωρίς να γίνεται εξηγητικός. Τα ποιήματα του βιβλίου, το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη, αποτελούν επιλεγμένα επεισόδια ή γεγονότα, στα οποία το ποιητικό εγώ συνυπάρχει με άλλους, συνήθως άδηλους, χαρακτήρες, αλλά και με ζώα, τη φύση, εσωτερικούς χώρους και την παρουσία του τοπίου.

Ο Ιωαννίδης μοιάζει σε γενικές γραμμές να χτίζει τα ποιήματα του βιβλίου γύρω από ένα στοίχημα αποσιώπησης: για το πώς δεν θα προδώσει την ιστορία αφηγούμενος. Σβήνοντας κομμάτια της πλοκής ή κρύβοντάς την πίσω από συντακτικά σχήματα, παύσεις και αφαιρέσεις, δημιουργεί διάκενα όπου περνάει το φως, όπου γλιστρούν οι λέξεις και συνθέτει ένα είδος γυμνού ποιήματος που είναι ταυτόχρονα στέρεο και τρυφερό.

Η τρυφερότητά του έγκειται στο ότι διατηρεί στον πυρήνα του τη φροντίδα εκείνου που βλέπει και διασώζει ακόμη και τα πιο ταπεινά ή διακριτικά συμβάντα, εκείνα που η φύση τους είναι τέτοια που δεν τα συγκρατεί καν το δίχτυ του λεκτικού. Αναδεικνύει έτσι, στις καλύτερες στιγμές του, την αληθινή φύση του συμβάντος που διαφεύγει από τον πόθο για εξήγηση, σαφές νόημα, κατοχή, αλλά και τον τρόπο που η γλώσσα στην ποίηση ανακαλύπτει νέες στρατηγικές για να κινητοποιήσει τη νόηση και τη διαίσθηση.

Την ποιητική του διακρίνει μια παρατηρητικότητα σχεδόν εξωανθρώπινη, που θα μπορούσε να ανήκει σ’ ένα από τα έντομα που υπάρχουν στα ποιήματα, τη μύγα ή τις σφήκες, ή ακόμα στο μικρό σαμιαμίδι που πέφτει όπου βρει ανάμεσά μας..., μια παρατηρητικότητα που είναι ο παλμογράφος μιας εσωτερικής όρασης, η οποία συμπλέκεται με το ορατό. Σκιάζοντας, μιλώντας υπαινικτικά ή και αποσιωπώντας τελείως, ο Ιωαννίδης αναδεικνύει αυτά τα επιλεγμένα θραύσματα, χτίζει την ένταση και το αίνιγμα μέσα σε προσεκτικές γλωσσικές κατασκευές, που αποτελούν άλλοτε την κορυφή ενός παγόβουνου και άλλοτε έναν λεπτό ιστό που κρύβει ένα μεγάλο θήραμα, το οποίο μόνον υπονοείται.

Τα ποιήματα αποτυπώνουν τον παράδοξο μη λεκτικό τρόπο που λειτουργεί η μνήμη, αλλά και τη λειτουργία της ποιητικής γραφής που σώζει το ανείπωτο ως τέτοιο, χωρίς να το λέει δηλαδή. Ο Γερμανός ποιητής και δοκιμιογράφος Ντουρς Γκρινμπάιν γράφει ότι η ποίηση οδηγεί τη σκέψη σε μια σειρά φυσιολογικών βραχυκυκλωμάτων και γι’ αυτό δημιουργεί ένα χώρο για να κάνει κανείς μία στάση, να προφυλαχθεί από τον αγοραίο λόγο. Ο «Ακάλυπτος» είναι ένα τέτοιο ανησυχητικό κατάλυμα.

8.4.14

Αλεξάνδρα Πλαστήρα / Βιβλιοπωλείο "Επί λέξει" _ 140408


Για τον Ακάλυπτο

Πλάι στο καινούργιο βιβλίο μια μικρή γιορτή και λίγα λόγια κατά το αίσθημα του αναγνώστη.

Διαβάζοντας τον Ακάλυπτο, έρχονται στο νου μου διαδρομές με τον Παναγιώτη στην πόλη. Τόσα που υπάρχουν εκεί, στέκονται, γέρνουν, αιωρούνται ή κείτονται· για χάρη τους ο Παναγιώτης επιβραδύνει το βήμα. Αυτόν τον εμπαθή συντονισμό αναγνωρίζω και στον Ακάλυπτο, όπως συνέχει και μνημειώνει τα λεπτά υλικά του, αφήνοντας πάντα μια μικρούλα απόσταση στην εγγύτητα για να αναπνέει η αύρα τους.

Ακούστε για παράδειγμα, υποδειγματικό νομίζω, το “Σέλας”:

Χωρίς φωτογραφία χαράζεται
το πρόσωπό σου δίπλα στο παράθυρο –
απορροφά το δειλινό ηλεκτρικό φως
που γύρω σου γλιστράει συνέχεια
πάνω στην απαλή λαδομπογιά του ξύλου

Λέω πως για πάντα χαράζεται
καθώς το βλέμμα σου αδιάκοπα
βουτά και φέρνει
λόγια και εικόνες που συνέβησαν
χωρίς να πάψουν

Στις λίγες, χαμηλόφωνες μα στέρεες λέξεις επιστρέφουν τα εκτεθειμένα σε χωρισμό και αλλαγή. Υπάρχοντα σκορπισμένα σε χρόνο, χώρο κι αισθήσεις, φιλοξενούνται σε κοινή εστία χάρις στο ενωτικό βλέμμα του οικοδεσπότη. Ό,τι κι αν έγινε, όποιο κι αν είναι το πάθημα, κι αν παραμένει αίνιγμα το νόημά τους, εδώ, στο διαυγές παρόν της υποδοχής είναι ορατά, απαραίτητα και άξια τιμής.

Λέω πως για πάντα χαράζεται”. Κι αυτό είναι, εντέλει, το δώρο της ποίησης καθώς μάς ανοίγει τα μάτια στην αμοιβαία ζωή.


*

[Κείμενο που διάβασε η Α.Π. στην 'Συνάντηση στον Ακάλυπτο' που έγινε στο βιβλιοπωλείο της ΑΘήνας, "Επί λέξει", στις 8 Απριλίου 2014. Εκτός από την Α.Π., διάβασαν και μίλησαν οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παυλίνα Μάρβιν, Μαρία Τοπάλη, και Παναγιώτης Ιωαννίδης.]

4.3.14

Βασίλης Αμανατίδης / Εντευκτήριο 102-103 _ Ιούλ.-Δεκ. 2013


[για τον Ακάλυπτο]

Ολιγογράφος ποιητής, ο Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967), με το δεύτερο βιβλίο του, υπό τον αμφίσημο τίτλο Ακάλυπτος (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013), παραδίδει ένα σύνολο 25 ποιημάτων, που χωρίζονται αδρά σε τρία μέρη. Ο Ιωαννίδης ανυψώνει αρχικά σε θέμα του τον ίδιο τον υπαινιγμό, μέσα από ποιήματα όπου το φευγαλέο μετατρέπεται σε μέσο ποιητικής υποβολής. Με σπαράγματα εικόνων και αισθήσεων, πλάθει εν συνεχεία "ιστορίες", όπου εκείνο που λείπει είναι ακριβώς αυτό που πρωταγωνιστεί. Στο τρίτο και πιο "πυκνοκατοικημένο" μέρος του βιβλίου, ο λόγος γειώνεται σε μια πιο στεγνή ρεαλιστική θεματική, ώσπου ξανοίγεται ξανά -αλλαγμένος- προς το ξέφωτο της ποιητικής αμφισημίας. Η ποίηση του Ιωαννίδη είναι καλή γιατί γνωρίζει πώς να δημιουργεί πηχτά, φορτισμένα διάκενα. Χειρίζεται προς όφελός της την ευρύτερη θεατρική λειτουργία λόγου, σιωπής και παύσης. Εκεί κυρίως υπάρχει και λάμπει: σε ό,τι απουσιάζει ή δεν ομολογείται ευθέως. Καθώς και στην επισήμανση πως όλα εξακολουθούν, συνέβησαν χωρίς ποτέ να πάψουν. Μια διακριτικά ειπωμένη ελεγεία για το φευγαλέο, το ανομολόγητο και αέναο της μνήμης και της ύπαρξης.

1.3.14

Αντώνης Ψάλτης / Τα Ποιητικά 13 _ Μάρ. 2014


Ο ακάλυπτος των ποιημάτων
Στα παιδικά μου χρόνια, τα ίδια περίπου με του ποιητή Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο ακάλυπτος ήταν σήμα κατατεθέν των περισσότερων πολυκατοικιών. Υπήρξε τόπος συνάντησης (μαζί με τις αλάνες και τα πεζοδρόμια), αναψυχής και παιχνιδιών (μπάλα, κυνηγητό, μήλα, αμπάριζα, αγαλματάκια ακούνητα) και άλλων τινών των παιδιών. Η ύπαρξη του ακάλυπτου, ας πούμε μεσημέρι Σαββάτου Μαΐου, έδινε μια εξαίρεση ποιητικής δυναμικής στην πνιγηρή καθημερινότητα του βασανιστικού ή αδιάφορου δημοτικού σχολείου. Ήταν το ψυχοκαταφύγιό μας. Εκεί που ‘στήναμε’ ορθές και περήφανες όλες μας τις ανησυχίες και παλαβομάρες υπό το φως του ηλίου και του εμβαδού ουρανού που αναλογούσε στα μάτια μας. (Πλέον οι ακάλυπτοι, εξ όσων γνωρίζω και βλέπω, αντικαθίστανται από τις πιλοτές, όπου στεγάζονται τα απαραίτητα αυτοκίνητα).
Στον δικό του ακάλυπτο ο Παναγιώτης Ιωαννίδης εναποθέτει (υπό την θέαση των ουρανών) τις δικές του στιγμές. Διότι τα ποιήματα του Ιωαννίδη είναι στιγμές, ή, ακριβέστερα, συμβάντα. Όχι ‘ιδιαίτερα’ ή «βαρύνοντα αξιολογήσεων», μα σίγουρα σημαίνοντα κι ακέραια. Ποιητής του ‘μικρού συμβάντος’ ο Ιωαννίδης ξεφλουδίζει τα ποιήματα απ’ τις όποιες πρόσκαιρες συγκινησιακές φορτίσεις (γράφει: «ό,τι και να λέμε / με απαλό χέρι μόνο / σαν χάδι κάνει πως σβήνει / η ηλικία τον ρομαντισμό») χαρίζοντάς τους την λάμψη της κρυφής, ‘ηρακλείτειας’ και διαχρονικής αλήθειας. γράφει: «Θα ξανασηκωθούν σε λίγο / οι ίδιοι, άλλοι / Το παιχνίδι μένει». Το συμβάν για τον Ιωαννίδη είναι στοίχημα για το ίδιο το ποίημα. Δεν βρίσκει χώρο παρά μόνο εντός του και μέσα στη γλώσσα του ποιήματος. γράφει: «Από τα μάτια πιάνεσαι κι ανεβαίνεις / σε κουρασμένα τσίνορα – άργησες», και αλλού: «Μολυβής ο ουρανός απέναντι / ενώ μπροστά στα μάτια σου / χύνεται φως κατακόρυφο». Ήρεμη, προσεκτική, σταθερή και διόλου εξεζητημένη, η φωνή του Ιωαννίδη δεν αιθεροβατεί. Δεν υψώνει άλμπουρα βαβελικών απαιτήσεων. Αντίθετα, τα ‘συμβαντογραφήματα’ του ποιητή πάλλουν ασταμάτητα και σε συνεχή επικοινωνία με όλο το φάσμα των επίγειων δευτερολέπτων που εντέλει δυναμικά και αναντίρρητα μάς καθορίζει, από το βάδισμά μας μέχρι το υπερυψωμένο γαλάζιο βλέμμα μας.
Αν πρέπει να μιλήσω για συγγενείς προηγούμενες γραφές, αναφέρω τον Χρίστο Λάσκαρη (στη θεματογραφία), την Αλεξάνδρα Πλαστήρα, τον Γιάννη Πατίλη, (ίσως) τον λιτό λόγο των ερμητιστών, τον Sandro Penna.
Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην οποία τα υψηλά στοιχήματα πολιορκούν τους δημιουργούς και τα ποιήματα, η πραγματικά προσωπική (πράγμα διόλου εύκολο) και ξεχωριστή γραφή του Ιωαννίδη διανύει και καταγράφει την ιστορία των πλέον κοινών, απλών μα και τόσο αναπόφευκτων αισθήσεων, δίνοντάς μας μία ξεκάθαρη και αναλλοίωτη οπτική.
Με τον Ακάλυπτο (μία συνεπή συνέχεια του Σωσίβιου) ο Παναγιώτης Ιωαννίδης εγγράφεται στα μάτια μας, ένθερμων αναγνωστών της ελληνόγλωσσης ποίησης, ως ένας (όχι πια φέρελπις μα) παγιωμένος και συνεχώς άξιος μελέτης και απολαυστικής ανάγνωσης ποιητής.

10.2.14

Αχιλλέας Κυριακίδης / facebook _ 140210


[για το Σωσίβιο και τον Ακάλυπτο]

Κάποτε έγραψα: "Μόνον οι ποιητές ξέρουν γιατί γράφονται ποιήματα. Δεν είμαι ποιητής". Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που δεν είμαι, γιατί, αλλιώς, δεν ξέρω αν θα μ' έπιαναν τα μάγια ξένων στίχων, να, όπως αυτοί ας πούμε του Παναγιώτη Ιωαννίδη σε δύο εξαίσιες ποιητικές συλλογές [Το σωσίβιο (2008) και Ακάλυπτος (2013), αμφότερες απ' τις Εκδόσεις Καστανιώτη]. "Κάτι συμβαίνει μα δεν ξέρω τι είναι" γράφει ο ποιητής. Εγώ ξέρω.