21.6.14

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος / "Ανοιχτό βιβλίο" - Η Εφημερίδα των Συντακτών _ 140621


[για τον Ακάλυπτο]

Με την πρώτη πρώτη ανάγνωση των είκοσι πέντε ποιημάτων που συναπαρτίζουν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Ιωαννίδη, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι έχει μπροστά του το έργο ενός ανθρώπου για τον οποίο η ποίηση είναι μια τέχνη πολύτιμη, δύσκολη και ακριβής. Οπως και στο προηγούμενο ποιητικό του βιβλίο, «Το σωσίβιο» του 2008, και εδώ ο Ιωαννίδης ζυγίζει με προσοχή κάθε λέξη του πριν τη χρησιμοποιήσει, έτσι που τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Τα ποιήματά του καταγράφουν, άλλοτε με αδρές πινελιές και άλλοτε επιμένοντας σε λεπτομέρειες, εικόνες και περιστατικά, στιγμιότυπα και κινήσεις, σε μιαν απέλπιδα αλλά αποφασιστική προσπάθεια να ακινητοποιήσει τη στιγμή, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το μάταιο του εγχειρήματος: Μετά από μιαν εκδρομή στην εξοχή «γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα / Αλλ’ η ομορφιά επιστρέφει / εκεί όπου ήταν». 

Ο ποιητής επικεντρώνει το βλέμμα του, αποτυπώνει και δίνει αξία στις στιγμές και στις εικόνες εκείνες της καθημερινότητας που περνούν συνήθως απαρατήρητες: σε ένα παραθυρόφυλλο που χτυπάει επίμονα σπάζοντας το φως, στην ενόχληση που προκαλεί ένα κουνούπι, στην παρακολούθηση μιας κινέζικης ταινίας στον κινηματογράφο «μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος / να σβήσει η μουσική», σε μια μύγα που επιζεί μες στον χειμώνα, στην ησυχία που πέφτει κάποτε «ανάμεσα στους φίλους», «στο αργό κροτάλισμα από το περαστικό αυτοκίνητο / στο ανοιχτό παράθυρο με το σκοτάδι», σε όλα αυτά που πιάνει το βλέμμα κυρίως, αλλά και οι άλλες αισθήσεις. Με το ενδιαφέρον, την περιέργεια, την αθωότητα, την τόλμη που έχει η ματιά ενός μικρού παιδιού στο πρώτο του ταξίδι όταν «δεν ξέρει ακόμα πως σε λίγα χρόνια / θα έχει μάθει να μην εμπιστεύεται το βλέμμα του». 

Αν αυτή είναι η διάθεση που κυριαρχεί στα ποιήματα του Παναγιώτη Ιωαννίδη, υπάρχει όμως και μια άλλη: αυτή που επιχειρεί να εξερευνήσει ό,τι βρίσκεται εκτός αισθητηριακής αντίληψης, ό,τι βρίσκεται «γύρω από το βλέμμα». Ο λόγος του ποιητή γίνεται τότε περισσότερο ελλειπτικός και αποσπασματικός, πιο εσωτερικός και αποστασιοποιημένος, γιατί «η θλίψη είναι ο δύσκολος λόγος», καθώς διαβάζουμε, κι ο ποιητής «εξερευνώντας ό,τι μένει αδιάβατο» φθάνει «ξανά στις άκριες», εκεί που μόνο η ποίηση μπορεί να διασώσει τόσο τον ίδιο όσο και τη βιωμένη πραγματικότητα.