Ο ακάλυπτος των
ποιημάτων
Στα παιδικά μου χρόνια, τα ίδια περίπου με του ποιητή
Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο ακάλυπτος ήταν σήμα κατατεθέν των περισσότερων
πολυκατοικιών. Υπήρξε τόπος συνάντησης (μαζί με τις αλάνες και τα πεζοδρόμια),
αναψυχής και παιχνιδιών (μπάλα, κυνηγητό, μήλα, αμπάριζα, αγαλματάκια ακούνητα)
και άλλων τινών των παιδιών. Η ύπαρξη του ακάλυπτου, ας πούμε μεσημέρι Σαββάτου
Μαΐου, έδινε μια εξαίρεση ποιητικής δυναμικής στην πνιγηρή καθημερινότητα του
βασανιστικού ή αδιάφορου δημοτικού σχολείου. Ήταν το ψυχοκαταφύγιό μας. Εκεί
που ‘στήναμε’ ορθές και περήφανες όλες μας τις ανησυχίες και παλαβομάρες υπό το
φως του ηλίου και του εμβαδού ουρανού που αναλογούσε στα μάτια μας. (Πλέον οι
ακάλυπτοι, εξ όσων γνωρίζω και βλέπω, αντικαθίστανται από τις πιλοτές, όπου
στεγάζονται τα απαραίτητα αυτοκίνητα).
Στον δικό του ακάλυπτο ο Παναγιώτης Ιωαννίδης εναποθέτει
(υπό την θέαση των ουρανών) τις δικές του στιγμές. Διότι τα ποιήματα του
Ιωαννίδη είναι στιγμές, ή, ακριβέστερα, συμβάντα. Όχι ‘ιδιαίτερα’ ή «βαρύνοντα
αξιολογήσεων», μα σίγουρα σημαίνοντα κι ακέραια. Ποιητής του ‘μικρού συμβάντος’
ο Ιωαννίδης ξεφλουδίζει τα ποιήματα απ’ τις όποιες πρόσκαιρες συγκινησιακές
φορτίσεις (γράφει: «ό,τι και να λέμε / με απαλό χέρι μόνο / σαν χάδι κάνει πως
σβήνει / η ηλικία τον ρομαντισμό») χαρίζοντάς τους την λάμψη της κρυφής,
‘ηρακλείτειας’ και διαχρονικής αλήθειας. γράφει: «Θα ξανασηκωθούν σε λίγο / οι ίδιοι,
άλλοι / Το παιχνίδι μένει». Το συμβάν για τον Ιωαννίδη είναι στοίχημα για το
ίδιο το ποίημα. Δεν βρίσκει χώρο παρά μόνο εντός του και μέσα στη γλώσσα του
ποιήματος. γράφει: «Από τα μάτια πιάνεσαι κι
ανεβαίνεις / σε κουρασμένα τσίνορα – άργησες», και αλλού: «Μολυβής ο ουρανός
απέναντι / ενώ μπροστά στα μάτια σου / χύνεται φως κατακόρυφο». Ήρεμη,
προσεκτική, σταθερή και διόλου εξεζητημένη, η φωνή του Ιωαννίδη δεν
αιθεροβατεί. Δεν υψώνει άλμπουρα βαβελικών απαιτήσεων. Αντίθετα, τα
‘συμβαντογραφήματα’ του ποιητή πάλλουν ασταμάτητα και σε συνεχή επικοινωνία με
όλο το φάσμα των επίγειων δευτερολέπτων που εντέλει δυναμικά και αναντίρρητα
μάς καθορίζει, από το βάδισμά μας μέχρι το υπερυψωμένο γαλάζιο βλέμμα μας.
Αν πρέπει να μιλήσω για συγγενείς προηγούμενες γραφές,
αναφέρω τον Χρίστο Λάσκαρη (στη θεματογραφία), την Αλεξάνδρα Πλαστήρα, τον Γιάννη
Πατίλη, (ίσως) τον λιτό λόγο των ερμητιστών, τον Sandro Penna.
Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην οποία τα υψηλά στοιχήματα
πολιορκούν τους δημιουργούς και τα ποιήματα, η πραγματικά προσωπική (πράγμα
διόλου εύκολο) και ξεχωριστή γραφή του Ιωαννίδη διανύει και καταγράφει την
ιστορία των πλέον κοινών, απλών μα και τόσο αναπόφευκτων αισθήσεων, δίνοντάς
μας μία ξεκάθαρη και αναλλοίωτη οπτική.
Με τον Ακάλυπτο
(μία συνεπή συνέχεια του Σωσίβιου) ο
Παναγιώτης Ιωαννίδης εγγράφεται στα μάτια μας, ένθερμων αναγνωστών της
ελληνόγλωσσης ποίησης, ως ένας (όχι πια φέρελπις μα) παγιωμένος και συνεχώς
άξιος μελέτης και απολαυστικής ανάγνωσης ποιητής.