Ο πολύτιμος ξεναγός
“Μα η αγάπη του ογδοντάχρονου/ ψυχογιού του που μας ξεναγεί/ λάμπει σαν τα χλωρά/ πολύχρωμα βάγια». Η «Πολωνία», το τρίτο ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Ιωαννίδη, είναι μια χώρα της καρδιάς. Πριν απ’ αυτό και παράλληλα, έχει τη δική της, μακραίωνη και σύνθετη ιστορία. Όσες φορές κι αν έχουμε ταξιδέψει στην Πολωνία, σ’ αυτήν την Πολωνία είμαστε, το δίχως άλλο, πρωτοταξίδευτοι.
«Πάλι θα δοκιμάζονταν/ οι κλέφτες/ πάλι αόρατοι/ βασιλείς θα κυβερνούσαν/ πάλι». Ο ποιητής ως ξεναγός μας προσφέρει μια περιήγηση ανεκτίμητης αξίας, με τη βοήθεια εργαλείων που ο κάθε καλός ξεναγός αυτού του κόσμου θα επιθυμούσε, συνήθως μάταια: χρονοκάψουλες, κρυφή γνώση, μονοπάτια λιγότερο περπατημένα, «που ο χάρτης αγνοεί», κι όμως τόσο ιστορικά, σπάνιες γνωριμίες, και το πέρας της ξενάγησης σε σημείο του μέλλοντος απ’ όπου πανοραμικά θωρούμε πλέον όλα όσα συναντήσαμε στην πολωνική γη, πριν επιστρέψουμε στο εγχώριο παρόν μας, έχοντας ζήσει μια, τουλάχιστον, ακόμη ζωή.
«Από παιδάκι τρέχω/ Πρέπει παντού να φτάνω/ γρήγορα για να φεύγω». Κάποια γεγονότα δεν συμβαίνουν μόνο στην Πολωνία αλλά και στο δικό μας το σπίτι, πράγμα που μας φέρνει ακόμη πιο πολύ κοντά της. Οι άνθρωποί της περνούν από δίπλα μας, δεν υπόσχονται οικειότητα, δεν μας σφίγγουν το χέρι, ψιθυρίζουν όμως, σχεδόν όλοι, κάτι που όσο περπατάμε στους δρόμους της το ακούμε καθαρότερα –είναι, ίσως, το μυστικό που ψέλλισαν εκείνοι που έφευγαν πια από τη χώρα τους, σ’ εκείνους που έρχονταν για να χτίσουν, ζώντας, μια καινούργια, αλλιώς μαγική Πολωνία, μη λησμονώντας –παντελώς– τις περασμένες.
«Η μνήμη δεν είναι οικόσιτο ζώο/ τινάζεται καταπάνω σου/ ορεσίβιο κτήνος». Η Πολωνία είναι μυριάδες Πολωνίες, αμέτρητες, από την εποχή του βρέφους που θάφτηκε, 6.000 χρόνια νωρίτερα, στη μικρή Γκότλαντ, μέχρι εκείνην του giorgos22 που γράφει στο διαδίκτυο πως «Στο μεγάλο σου μέλλον/ ταπεινές θλίψεις/ καραδοκούν». Ένα συνεχόμενο Πάσχα -ως πέρασμα- πότε με άνοιξη και πότε με χειμώνα, που οδηγεί στη στιγμή της διαπίστωσης, όταν «Δυο χρόνια ακόμα και το πρόσωπό μου/ θα αποκτούσε την πραγματική του ηλικία». Κι ενώ οι βασιλιάδες και τα δουκάτα έρχονται και παρέρχονται, υπάρχουν κάποιοι σταθεροί κάτοικοι της Πολωνίας, που μοιάζουν περισσότερο με περαστικούς ή επισκέπτες στη ζωή της, όπως και στη δική μας: «Το μολυντήρι χώθηκε στο σπίτι/ Καλώς όρισες/ Καλή όρεξη».
«Ένα πουκάμισο/ στο μπαλκόνι του Ιβασκιέβιτς/ στεγνώνει από το χιόνι/ την περιφρόνηση των φίλων». Τα πολωνικά αντικείμενα με την ύπαρξή τους και μόνο εκφράζουν ήσυχα, μη λεκτικά, με λεπτότατους τρόπους, από την θέση τους, τα πιο ανομολόγητα, έως και ανεπίγνωστα αισθήματά μας, τόσο που τις νύχτες μπαίνουμε πλέον στον πειρασμό να παραγγέλνουμε πολωνικά όνειρα.
«Τόσο αλμυρό το μεταλλικό νερό «Βυτάουτας»/ δεν πίνεται/ Δεν ξεχνιέται». Η γενναιοδωρία της Πολωνίας έγκειται στο γεγονός πως δημιουργήθηκε για να μας χωρέσει ολόκληρους και αναδημιουργείται διαρκώς, ανταποκρινόμενη σε νέες ανάγκες –στις ανάγκες που κάθε ιδεατή Πολωνία θα ανταποκρινόταν προκειμένου ν’ αγκαλιάσει «το καινούργιο» που γεννιέται, και να του δώσει έδαφος για να υπάρξει, χωρίς να ξεκρεμάει από τους τοίχους τις φωτογραφίες των μικρών και των μεγάλων που την καθόρισαν σε ιδιωτικούς και δημόσιους χρόνους που πέρασαν, και δεν υπάρχουν πια∙ χωρίς να αποποιείται, τελικά, το πένθος της. Στον ουνίτικο ναό της Αγίας Τριάδας, «Εδώ μπορείτε ν’ ανάψετε/ Το κερί της δικής σας προθέσεως». Η Μπόνα Σφόρτσα, οι «ράπτες της πρωτευούσης», ο Πονιατόβσκι, μας λένε ελάχιστα για τη δική τους ιστορία, κι όμως ακριβώς τόσα όσα χρειάζονται ώστε να τους εμπιστευτούμε απολύτως και να γίνουν, εν σιωπή, οι εξομολόγοι μας, για μια σειρά εξομολογήσεων, λες και δεν πηγαίναμε για να «διαβάσουμε» την Πολωνία, αλλά για να μας «διαβάσει» εκείνη –κατόρθωμα του ξεναγού, που αντί να μας προσφέρει πρόσβαση σε μια χώρα απλώς για να την επισκεφθούμε, όπως αναμενόταν, μας φανερώνει έναν τόπο –«Και ξανά το θάμπος και ξανά η αγάπη»- για να ζήσουμε.