14.1.17

Μαρία Τοπάλη / Η Καθημερινή _ 170114


Πυκνός πληθυσμός από γυναίκες


ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ, Ραψωδίαεκδ. Gutenberg, 2016
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Πολωνία, εκδ. Καστανιώτης, 2016
Αποτελεί κοινό μυστικό στα λογοτεχνικά ακροατήρια εδώ και δεκαετίες: δεν είναι μόνο που ο αναγνωστικός πληθυσμός της ποίησης συρρικνώθηκε. Είναι και που οι απαγγελίες των ποιημάτων, είτε από τους ίδιους τους ποιητές είτε ακόμη χειρότερα (κατά τη γνώμη μου) από ηθοποιούς, είναι μια τρομερά βαρετή υπόθεση. Ωχριούν μπροστά της τα «βαθιά χασμουρητά» με τα οποία χρέωσε ο Σαββόπουλος τους σκηνοθέτες. Οι ποιητές Φοίβη Γιαννίση (1964) και Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967), από τις γοητευτικότερες επί σκηνής παρουσίες, έχουν συνδέσει πλέον το όνομά τους με λιγότερο γνωστά αλλά ολοένα περισσότερο επίμονα εγχειρήματα «ζωντανής» παρουσίασης της ποίησης, δικής τους και άλλων, ελληνικής και μεταφρασμένης: είναι ένα νέο δεδομένο που και ευήκοα ώτα βρίσκει και χτυπά με ενοχλητική επιμονή τις κατεστημένες θύρες που, πλήρως εναρμονισμένες με τον ρόλο τους, κωφεύουν. Και οι δυο «χρησιμοποιούν» στις ζωντανές εμφανίσεις που διοργανώνουν τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες, καθώς και μουσικούς, εικαστικούς κ.ά.
[...]
Οπως και ο Ιωαννίδης στην «Πολωνία», την τρίτη του ποιητική συλλογή, έτσι και η Γιαννίση στη «Ραψωδία» προσεγγίζουν, για όποιον τους παρακολουθεί μέσα στα χρόνια, την ωριμότητα. Τα «Περί ύπνου» ποιήματα της «Ραψωδίας», γραμμένα «πάνω σε 4 ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη με το βουνό Πήλιο» και κάμποσα ποιήματα της «Πολωνίας» (1 Νοεμβρίου, Κύκνος, Lazienki, Jan III, Κανείς μας κ.ά.) συγκαταλέγονται στα ευφυέστερα και πιο καλοφτιαγμένα σύγχρονα ελληνικά ποιήματα.
Από τον Δεκέμβριο του 2011 ο Παναγιώτης Ιωαννίδης επιμελείται, σχολαστικά και με συνέπεια, τις περιοδικές ποιητικές αναγνώσεις «Με τα λόγια γίνεται» [μτλγ], που φιλοξενούνται από την Ελληνοαμερικανική Eνωση της οδού Μασσαλίας. Και η δική του ποίηση είναι αυστηρά ρυθμισμένη κατά το ύφος, τον ρυθμό και το μέτρο. Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι οι ποιητές αυτοί πιάνουν, πράγματι, τον στίχο τους σκυφτοί, σαν το ψωμί από χάμω, όπως το θέλησε ο Τέλλος Αγρας, όχι επειδή προσχώρησαν σε κάποια σχολή ή συρμό της φόρμας αλλά επειδή αυτή είναι, για την καλή ποίηση, μια φυσική αναγκαιότητα.
Εκεί που η Γιαννίση αναμετράται με την ελληνική αρχαιότητα, ο Ιωαννίδης προσεταιρίζεται το απολύτως ξένο: μια «Πολωνία», με την ιστορία και τη γλώσσα της, γίνεται ο γόνιμος τόπος της ποίησής του. Κι όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδίως αν ο ποιητής είναι διαβασμένος και πειθαρχημένος επαρκώς, ώστε να μην κουράσει με τη φλυαρία των γνώσεών του, η Πολωνία γίνεται μύθος και ιδιότητα, αξία και φίλτρο: πένθος και ακατάλυτη δύναμη είναι οι ροές που την αρδεύουν ενώ ο εξωτισμός της ελληνικής της πρόσληψης λειτουργεί απελευθερωτικά για τον ευφάνταστο αναγνώστη. «Γυναίκες δυο-δυο σε παγκάκια/ στης αυλής το τραπέζι να αγναντεύουν τη θάλασσα/ λόγια γεμάτες από το στόμα πηγή/ τ’ αυτιά της φιλενάδας να βρέχουν» γράφει η Γιαννίση («Πλατανίδια»), ενώ ο Ιωαννίδης διαμεσολαβεί, εκτός από την Πολωνία, και άλλα δεδομένα «ξένων» πολιτισμών: «Η Τζαίην και η Κασσάνδρα/ έχουν στεφανωθεί η μια την άλλη/ –έγραφε η κυρία Ωστιν–/ Πριν απ’ την ώρα τους φορέσαν/ μεσόκοπα φορέματα» («Schokoladefest»).
Ελληνίδες ή Πολωνέζες, Βρετανίδες αστές ή χωριάτισσες του Πηλίου, οι γυναίκες είναι ο πυκνός, ο κυρίως πληθυσμός και των δυο ποιητικών συλλογών, ακόμη κι όταν απλώς παρίστανται σε ποιήματα, στα οποία πρωταγωνιστούν οι άντρες. Οι άντρες μοιάζει να βρίσκονται καρφιτσωμένοι στην οθόνη, οι γυναίκες ακούγονται να ψιθυρίζουν εκ των ένδον, μέσα από τους στίχους.